προπηλακίζει

προπηλακίζει
προπηλακίζω
bespatter with mud
pres ind mp 2nd sg
προπηλακίζω
bespatter with mud
pres ind act 3rd sg
προπηλακίζω
bespatter with mud
pres ind mp 2nd sg
προπηλακίζω
bespatter with mud
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… …   Dictionary of Greek

  • προπηλακιστής — ο, ΝΑ [προπηλακίζω] αυτός που προπηλακίζει, υβριστής, χλευαστής …   Dictionary of Greek

  • προπηλακιστικός — ή, ό / προπηλακιστικός, ή, όν, ΝΑ [προπηλακιστής] (για πρόσ.) αυτός που είναι επιρρεπής σε προπηλακισμούς, που συνηθίζει να προπηλακίζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπηλακιστή, υβριστικός, εξευτελιστικός 2. (για πράγμ.) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • προπηλακιστής — ο αυτός που προπηλακίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”